πρωτοκλέφτης

πρωτοκλέφτης
ο
θηλ. -έφτρα
1. ο αρχηγός, καπετάνιος ληστών.
2. αυτός που ξεπερνά όλους τους κλέφτες στην ικανότητα, αλλ. αρχικλέφτης, αρχικλέφταρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκλέφτης — ο, θηλ. πρωτοκλέφτρα, Ν 1. (στην τουρκοκρατία) ο αρχηγός, ο καπετάνιος τών κλεφτών 2. κλέφταρος, αρχικλέφτης …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”