- πρωτοκλέφτης
- οθηλ. -έφτρα1. ο αρχηγός, καπετάνιος ληστών.2. αυτός που ξεπερνά όλους τους κλέφτες στην ικανότητα, αλλ. αρχικλέφτης, αρχικλέφταρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.